- αποκαθημαι
- ἀποκάθημαιἀπο-κάθημαιион. ἀποκάτημαι сидеть отдельно Her., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια … Dictionary of Greek
ἀποκάθημαι — ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg (ionic) ἀπό κάθημαι to be seated perf ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)